- κυλινδρώ
- και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, -όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος]νεοελλ.δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμανεοελλ.-αρχ.ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν υποβάλλω στην πίεση ενός σιδερένιου κυλίνδρου που περιστρέφεται, ισοπεδώνω με κύλινδρο («τὸ σέλινον, ἐὰν σπαρὲν καταπατηθῇ καὶ κυλινδρωθῇ, ἀναφύεσθαί φησιν οὖλον», Θεόφρ.)μσν.κυλώ, κατρακυλώ, κουτρουβαλώ («κυλινδροῡσιν ὄπισθεν τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων», Διήγ. Βελ.).
Dictionary of Greek. 2013.