κυλινδρώ

κυλινδρώ
και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, -όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος]
νεοελλ.
δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα
νεοελλ.-αρχ.
ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν υποβάλλω στην πίεση ενός σιδερένιου κυλίνδρου που περιστρέφεται, ισοπεδώνω με κύλινδρο («τὸ σέλινον, ἐὰν σπαρὲν καταπατηθῇ καὶ κυλινδρωθῇ, ἀναφύεσθαί φησιν οὖλον», Θεόφρ.)
μσν.
κυλώ, κατρακυλώ, κουτρουβαλώ («κυλινδροῡσιν ὄπισθεν τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων», Διήγ. Βελ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδρωση — η [κυλινδρώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυλινδρώνω*, η ισοπέδωση τών δρόμων με κύλινδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλινδρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 σε δημόσιο έγγραφο] …   Dictionary of Greek

  • κυλινδρωτός — ή, ό (Α κυλινδρωτός, ή, όν) [κυλινδρώ] αυτός που έχει ισοπεδωθεί με κύλινδρο …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”